σταθμόν

σταθμόν
σταθμόν
weight
neut nom/voc/acc sg
σταθμός
standing-place
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταθμόν — τὸ, Α βλ. σταθμά …   Dictionary of Greek

  • σταθμά — σταθμόν weight neut nom/voc/acc pl σταθμός standing place neut nom/voc/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμά — τα / σταθμά, ΝΜΑ, εν. σταθμόν, τὸ, Α στερεά σώματα από μέταλλο που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση τής μάζας ή τού βάρους, με αποτυπωμένη επάνω τους την ένδειξη τού ονομαστικού τους βάρους, βαρίδια, ζύγια νεοελλ. φρ. «έχει δύο μέτρα και δύο… …   Dictionary of Greek

  • ενδέω — (I) (AM ἐνδέω) δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο αρχ. 1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.) 2. δεσμεύω με μάγια. (II) ἐνδέω (Α) 1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ ἀληθινῶν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • σύσταθμος — ον, Α αυτός που έχει ίσο βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σταθμος (< σταθμόν), πρβλ. αντί σταθμος] …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

  • σταθμοῖιν — σταθμοῖϊν , σταθμόν weight neut gen/dat dual (epic) σταθμοῖϊν , σταθμός standing place masc gen/dat dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταθμοῖο — σταθμάομαι measure by rule pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic) σταθμάω measure by rule pres opt mp 2nd sg (attic epic doric ionic) σταθμόν weight neut gen sg (epic) σταθμόομαι form an estimate pres opt mp 2nd sg σταθμός standing place… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”